τριηκόντοροι

τριηκόντοροι
τριακόντορος
thirty-oared ship
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κέρκουρος — ο (Α κέρκουρος και κερκοῡρος και κέρκυρος και πληθ. κέρκυρα, τά). νεοελλ. 1. είδος μικρού ιστιοφόρου πλοίου. 2. (στο παρελθόν) ελαφρό και ταχύπλοο πολεμικό πλοίο που χρησιμοποιούνταν από το σώμα τής αστυνομίας τών ακτών αρχ. 1. (κυρίως στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”